- ξυλοπάκτων
- ξῠλο-πάκτων, ωνος, ὁ,A boat for conveying timber, BGU812i2 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοπάκτων — ξυλοπάκτων, ωνος, ὁ (Α) σκάφος για μεταφορά ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πάκτων «είδος λέμβου»] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek